σεκταρίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεκταρίστρια < σεκταριστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεκταρίστρια θηλυκό
- θηλυκό του σεκταριστής
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεκταρίστρια
|