σιδηροβιομηχανία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιδηροβιομηχανία < σιδηρο- + βιομηχανία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιδηροβιομηχανία θηλυκό
- η βιομηχανία επεξεργασίας ή κατεργασίας σιδήρου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιδηροβιομηχανία
|