σιδηροδρομοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σιδηροδρομοποίηση | οι | σιδηροδρομοποιήσεις |
γενική | της | σιδηροδρομοποίησης* | των | σιδηροδρομοποιήσεων |
αιτιατική | τη | σιδηροδρομοποίηση | τις | σιδηροδρομοποιήσεις |
κλητική | σιδηροδρομοποίηση | σιδηροδρομοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σιδηροδρομοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιδηροδρομοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιδηροδρομοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιδηροδρομοποίηση
|