σκάρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκάρωση | οι | σκαρώσεις |
γενική | της | σκάρωσης* | των | σκαρώσεων |
αιτιατική | τη | σκάρωση | τις | σκαρώσεις |
κλητική | σκάρωση | σκαρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκαρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκάρωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκάρωση θηλυκό