σκουρόχρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκουρόχρωση οι σκουροχρώσεις
      γενική της σκουρόχρωσης* των σκουροχρώσεων
    αιτιατική τη σκουρόχρωση τις σκουροχρώσεις
     κλητική σκουρόχρωση σκουροχρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκουροχρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκουρόχρωση < σκούρο + χρώση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκουρόχρωση θηλυκό

  • ο σκούρος χρωματισμός κάποιου αντικειμένου
    «Σκουρόχρωση του δέρματος»
    «φακοί γυαλιών ... που προσαρμόζονται στο μεταβαλλόμενο φως με αυτόματη σκουρόχρωση»

Μεταφράσεις[επεξεργασία]