σολίστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σολίστα οι σολίστες
      γενική της σολίστας των σολιστών
    αιτιατική τη σολίστα τις σολίστες
     κλητική σολίστα σολίστες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σολίστα < σολίστ(ας) + . Δείτε και -ίστα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /soˈli.sta/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σολίστα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

  • σολίστ (άκλιτο, αρσενικό ή θηλυκό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σολίστας