στερεοτομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεοτομία οι στερεοτομίες
      γενική της στερεοτομίας των στερεοτομιών
    αιτιατική τη στερεοτομία τις στερεοτομίες
     κλητική στερεοτομία στερεοτομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στερεοτομία < στερεό + -τομία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στερεοτομία θηλυκό

  • (παρωχημένο) η τέχνη / επιστήμη της κοπής στερεών σωμάτων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]