στερεοτομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στερεοτομία θηλυκό
- (παρωχημένο) η τέχνη / επιστήμη της κοπής στερεών σωμάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στερεοτομία