στολάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στολάρισμα ουδέτερο
- μεγάλη μείωση της άνωσης μίας αεροτομής που οφείλεται στη μεγάλη γωνία προσβολής.