στρουθοκαμηλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρουθοκαμηλίζω < στρουθοκαμηλ(ισμός) + -ίζω[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /stɾu.θo.ka.miˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρου‐θο‐κα‐μη‐λί‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]στρουθοκαμηλίζω, αόρ.: στρουθοκαμήλισα (χωρίς παθητική φωνή)
- εθελοτυφλώ, αρνούμαι να αντιμετωπίσω την αλήθεια ή έναν κίνδυνο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη στρουθοκάμηλος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στρουθοκαμηλίζω | στρουθοκαμήλιζα | θα στρουθοκαμηλίζω | να στρουθοκαμηλίζω | στρουθοκαμηλίζοντας | |
β' ενικ. | στρουθοκαμηλίζεις | στρουθοκαμήλιζες | θα στρουθοκαμηλίζεις | να στρουθοκαμηλίζεις | στρουθοκαμήλιζε | |
γ' ενικ. | στρουθοκαμηλίζει | στρουθοκαμήλιζε | θα στρουθοκαμηλίζει | να στρουθοκαμηλίζει | ||
α' πληθ. | στρουθοκαμηλίζουμε | στρουθοκαμηλίζαμε | θα στρουθοκαμηλίζουμε | να στρουθοκαμηλίζουμε | ||
β' πληθ. | στρουθοκαμηλίζετε | στρουθοκαμηλίζατε | θα στρουθοκαμηλίζετε | να στρουθοκαμηλίζετε | στρουθοκαμηλίζετε | |
γ' πληθ. | στρουθοκαμηλίζουν(ε) | στρουθοκαμήλιζαν στρουθοκαμηλίζαν(ε) |
θα στρουθοκαμηλίζουν(ε) | να στρουθοκαμηλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στρουθοκαμήλισα | θα στρουθοκαμηλίσω | να στρουθοκαμηλίσω | στρουθοκαμηλίσει | ||
β' ενικ. | στρουθοκαμήλισες | θα στρουθοκαμηλίσεις | να στρουθοκαμηλίσεις | στρουθοκαμήλισε | ||
γ' ενικ. | στρουθοκαμήλισε | θα στρουθοκαμηλίσει | να στρουθοκαμηλίσει | |||
α' πληθ. | στρουθοκαμηλίσαμε | θα στρουθοκαμηλίσουμε | να στρουθοκαμηλίσουμε | |||
β' πληθ. | στρουθοκαμηλίσατε | θα στρουθοκαμηλίσετε | να στρουθοκαμηλίσετε | στρουθοκαμηλίστε | ||
γ' πληθ. | στρουθοκαμήλισαν στρουθοκαμηλίσαν(ε) |
θα στρουθοκαμηλίσουν(ε) | να στρουθοκαμηλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στρουθοκαμηλίσει | είχα στρουθοκαμηλίσει | θα έχω στρουθοκαμηλίσει | να έχω στρουθοκαμηλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις στρουθοκαμηλίσει | είχες στρουθοκαμηλίσει | θα έχεις στρουθοκαμηλίσει | να έχεις στρουθοκαμηλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει στρουθοκαμηλίσει | είχε στρουθοκαμηλίσει | θα έχει στρουθοκαμηλίσει | να έχει στρουθοκαμηλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στρουθοκαμηλίσει | είχαμε στρουθοκαμηλίσει | θα έχουμε στρουθοκαμηλίσει | να έχουμε στρουθοκαμηλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε στρουθοκαμηλίσει | είχατε στρουθοκαμηλίσει | θα έχετε στρουθοκαμηλίσει | να έχετε στρουθοκαμηλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στρουθοκαμηλίσει | είχαν στρουθοκαμηλίσει | θα έχουν στρουθοκαμηλίσει | να έχουν στρουθοκαμηλίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρουθοκαμηλίζω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ στρουθοκαμηλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας