στρουθοκάμηλος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρουθοκάμηλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στρουθοκάμηλος (αρσενικό ή θηλυκό)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /stɾu.θoˈka.mi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρου‐θο‐κά‐μη‐λος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρουθοκάμηλος θηλυκό
- (πτηνό) μεγαλόσωμο πουλί που δεν πετάει του είδους Struthio camelus
- ⮡ Η στρουθοκάμηλος έχει πολύ ψηλό λαιμό, μακριά και δυνατά πόδια, μαύρο ή καφέ φτέρωμα και ζει στην Αφρική. Είναι γνωστό εξαιτίας του ότι χώνει το κεφάλι του στην άμμο, όταν αντιληφθεί κίνδυνο.
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρουθοκάμηλος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- στρουθοκάμηλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στρουθοκάμηλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άμπελος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)