στροφόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στροφόμετρο | τα | στροφόμετρα |
γενική | του | στροφόμετρου & στροφομέτρου |
των | στροφόμετρων & στροφομέτρων |
αιτιατική | το | στροφόμετρο | τα | στροφόμετρα |
κλητική | στροφόμετρο | στροφόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στροφόμετρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στροφόμετρο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στροφόμετρο
|