στυλίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Στυλίδα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στυλίδα οι στυλίδες
      γενική της στυλίδας των στυλίδων
    αιτιατική τη στυλίδα τις στυλίδες
     κλητική στυλίδα στυλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στυλίδα (el) θηλυκό (ανατομία), (ιατρική)

  • το σαρκώδες εξωτερικό τελείωμα του ρινικού διαφράγματος
    δημώδης περιγραφή: το δέρμα ανάμεσα στα ρουθούνια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]