στυλίστας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στυλίστας αρσενικό
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του στιλίστας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στυλίστας
|
στυλίστας αρσενικό
|