στυρόλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στυρόλιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στυρόλιο ουδέτερο
- μονομερές των πολυστυρολίων και πολλών συμπολυμερών
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στυρόλιο
|