συγχορεύτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγχορεύτρια < συγχορευτής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συγχορεύτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη συγχορευτής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγχορεύτρια
|