συλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συλώ < αρχαία ελληνική συλάω / συλῶ

συλώ (παθητική φωνή: συλούμαι)

  1. κλέβω πράγματα πολύτιμα ή ιερά
  2. λεηλατώ, λαφυραγωγώ, διαρπάζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]