συλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συλώ < αρχαία ελληνική συλάω / συλῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]συλώ (παθητική φωνή: συλούμαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συλώ | συλούσα | θα συλώ | να συλώ | συλώντας | |
β' ενικ. | συλείς | συλούσες | θα συλείς | να συλείς | (σύλει) | |
γ' ενικ. | συλεί | συλούσε | θα συλεί | να συλεί | ||
α' πληθ. | συλούμε | συλούσαμε | θα συλούμε | να συλούμε | ||
β' πληθ. | συλείτε | συλούσατε | θα συλείτε | να συλείτε | συλείτε | |
γ' πληθ. | συλούν(ε) | συλούσαν(ε) | θα συλούν(ε) | να συλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σύλησα | θα συλήσω | να συλήσω | συλήσει | ||
β' ενικ. | σύλησες | θα συλήσεις | να συλήσεις | σύλησε | ||
γ' ενικ. | σύλησε | θα συλήσει | να συλήσει | |||
α' πληθ. | συλήσαμε | θα συλήσουμε | να συλήσουμε | |||
β' πληθ. | συλήσατε | θα συλήσετε | να συλήσετε | συλήστε | ||
γ' πληθ. | σύλησαν συλήσαν(ε) |
θα συλήσουν(ε) | να συλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συλήσει | είχα συλήσει | θα έχω συλήσει | να έχω συλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συλήσει | είχες συλήσει | θα έχεις συλήσει | να έχεις συλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συλήσει | είχε συλήσει | θα έχει συλήσει | να έχει συλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συλήσει | είχαμε συλήσει | θα έχουμε συλήσει | να έχουμε συλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συλήσει | είχατε συλήσει | θα έχετε συλήσει | να έχετε συλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συλήσει | είχαν συλήσει | θα έχουν συλήσει | να έχουν συλήσει |
|