συνδημότης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνδημότης αρσενικό
- αυτός που είναι από τον ίδιο δήμο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνδημότης
|
συνδημότης αρσενικό
|