συνοπτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνοπτικότητα < συνοπτικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνοπτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του συνοπτικού
- ένα βιογραφικό σημείωμα πρέπει να χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και συνοπτικότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνοπτικότητα
|