συντελώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συντελώ < αρχαία ελληνική συντελέω / συντελῶ < σύν + τελέω / τελῶ < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, στρίβω)
Ρήμα
[επεξεργασία]συντελώ (παθητική φωνή: συντελούμαι)
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συντελώ | συντελούσα | θα συντελώ | να συντελώ | συντελώντας | |
β' ενικ. | συντελείς | συντελούσες | θα συντελείς | να συντελείς | (συντέλει) | |
γ' ενικ. | συντελεί | συντελούσε | θα συντελεί | να συντελεί | ||
α' πληθ. | συντελούμε | συντελούσαμε | θα συντελούμε | να συντελούμε | ||
β' πληθ. | συντελείτε | συντελούσατε | θα συντελείτε | να συντελείτε | συντελείτε | |
γ' πληθ. | συντελούν(ε) | συντελούσαν(ε) | θα συντελούν(ε) | να συντελούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συντέλεσα | θα συντελέσω | να συντελέσω | συντελέσει | ||
β' ενικ. | συντέλεσες | θα συντελέσεις | να συντελέσεις | συντέλεσε | ||
γ' ενικ. | συντέλεσε | θα συντελέσει | να συντελέσει | |||
α' πληθ. | συντελέσαμε | θα συντελέσουμε | να συντελέσουμε | |||
β' πληθ. | συντελέσατε | θα συντελέσετε | να συντελέσετε | συντελέστε | ||
γ' πληθ. | συντέλεσαν συντελέσαν(ε) |
θα συντελέσουν(ε) | να συντελέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συντελέσει | είχα συντελέσει | θα έχω συντελέσει | να έχω συντελέσει | ||
β' ενικ. | έχεις συντελέσει | είχες συντελέσει | θα έχεις συντελέσει | να έχεις συντελέσει | ||
γ' ενικ. | έχει συντελέσει | είχε συντελέσει | θα έχει συντελέσει | να έχει συντελέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συντελέσει | είχαμε συντελέσει | θα έχουμε συντελέσει | να έχουμε συντελέσει | ||
β' πληθ. | έχετε συντελέσει | είχατε συντελέσει | θα έχετε συντελέσει | να έχετε συντελέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συντελέσει | είχαν συντελέσει | θα έχουν συντελέσει | να έχουν συντελέσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συντελώ