συνυποψήφια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνυποψήφια < συνυποψήφιος + -α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνυποψήφια θηλυκό (αρσενικό: συνυποψήφιος)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνυποψήφια
|