συσφαίρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συσφαίρωμα τα συσφαιρώματα
      γενική του συσφαιρώματος των συσφαιρωμάτων
    αιτιατική το συσφαίρωμα τα συσφαιρώματα
     κλητική συσφαίρωμα συσφαιρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συσφαίρωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συσφαίρωμα ουδέτερο

  • → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
    οι ποζολανικές ιδιότητες που παρουσιάζει η ιπτάμενη τέφρα επιτρέπουν την εύκολη μορφοποίησή της σε συσφαιρώματα (pellets) και την δημιουργία κεραμικών δομών[1]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]