σφενδάμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σφενδάμι | τα | σφενδάμια |
γενική | του | σφενδαμιού | των | σφενδαμιών |
αιτιατική | το | σφενδάμι | τα | σφενδάμια |
κλητική | σφενδάμι | σφενδάμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφενδάμι < σφεντάμι με μετατροπή του ντ σε νδ κατά την αρχαία ελληνική λέξη σφένδαμνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σφενδάμι ουδέτερο και σφεντάμι
- → δείτε τη λέξη σφεντάμι