σωματέμπορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωματέμπορας < (ελληνιστική κοινή) σωματέμπορος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σωματέμπορας αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωματέμπορας
→ δείτε τη λέξη σωματέμπορος |