σύγνεφο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύγνεφο | τα | σύγνεφα |
γενική | του | σύγνεφου | των | σύγνεφων |
αιτιατική | το | σύγνεφο | τα | σύγνεφα |
κλητική | σύγνεφο | σύγνεφα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύγνεφο < μεσαιωνική ελληνική σύγνεφο < σύννεφο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύγνεφο ουδέτερο
- ποιητική, κυρίως, μορφή της λέξης: σύννεφο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύγνεφο
→ δείτε τη λέξη σύννεφο |