τετραφθοροπυρίτιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετραφθοροπυρίτιο < τετραφθορο- + πυρίτιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετραφθοροπυρίτιο ουδέτερο
- (χημεία): ανόργανη χημική ένωση, τετραφθοροπαράγωγο του πυριτίου, όπου και η ορθότερη ονομασία της είναι τετραφθοριούχο πυρίτιο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- τετραφθοριωμένο πυρίτιο
- τετραφθόριο του πυριτίου
- τετραφθορίδιο του πυριτίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραφθοροπυρίτιο
|