τηλεψήφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
ετυμολογία[επεξεργασία]
- τηλεψήφος (νεολογισμός) < τηλε- + ψήφος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική televoting)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τηλεψήφος θηλυκό
- (προφορικό) η τηλεψηφοφορία
- έγκυρη απεσταλμένη επιλογή επί τηλεψηφοφορίας, η ψήφος σε τηλεψηφοφορία
- (πολιτική) η εκλογική τηλεψήφος, εκλογική ψήφος μέσω ίντερνετ ή ασφαλούς δικτύου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηλεψήφος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διχοτόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τηλε- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)