τοπώνυμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τοπώνυμο τα τοπώνυμα
      γενική του τοπωνύμου
τοπώνυμου
των τοπωνύμων
    αιτιατική το τοπώνυμο τα τοπώνυμα
     κλητική τοπώνυμο τοπώνυμα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τοπώνυμο < τοπο- + όνομα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τοπώνυμο ουδέτερο

  • τοπωνύμιο (χρησιμοποιείται σπάνια, κύρια χρήση έχει το τοπωνύμιο)
    ※  Τοπώνυμο ή όνομα είναι αφτά καθαφτά ιστορία, επειδή συγκεντρώνουνε μοναχά τους αιώνες στις τρεις ή τέσσερείς τους συλλαβές (Νέα Εστία, τόμος 64, σελ. 1635)
    ※  Δόμνα, όνομα κύριο, σώζεται ακόμη στήν Πόλη .... Είχε καταντήσει επίσημος τύπος, μάλιστα και τοπώνυμο (Ιωάννης Ψυχάρης, Μεγάλη Ρωμαϊκή Επιστημονική Γραμματική, τόμος 3, 1937)
    ※  Τό σλαβικό λοιπόν αυτό τοπώνυμο δεν άλλαξε στον καιρό τής τουρκοκρατίας (Από το λειμώνα της παράδοσης, Πηλειορίτικα Β΄, Βαγγέλης Σκουβαράς, Εκδ. Οίκος Αστήρ, 1983, σελ. 115)