τράτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τράτο | τα | τράτα |
γενική | του | τράτου | των | τράτων |
αιτιατική | το | τράτο | τα | τράτα |
κλητική | τράτο | τράτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τράτο < ιταλικά : tratto
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τράτο ουδέτερο
- διάστημα, περιθώριο χρόνου ή απόστασης.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τράτο
|