τραπεζοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραπεζοκρατία < νεολογισμός, τράπεζ(α) + -ο- + -κρατία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραπεζοκρατία θηλυκό
- σύστημα διακυβέρνησης στο οποίο οι τράπεζες έχουν τον πρώτο λόγο
- ※ «Δεν υπάρχει τραπεζοκρατία, δεν κυβερνούν οι τράπεζες, η κυβέρνηση θα προστατέψει την πρώτη κατοικία» δήλωσε ο βουλευτής.. (Τα Νέα, 11 Φεβρουαρίου 2019, [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραπεζοκρατία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κρατία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)