τραχειοτομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραχειοτομία θηλυκό
- (ιατρική) διάνοιξη της τραχείας, σε περίπτωση απόφραξης του λάρυγγα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραχειοτομία
|