τριαντάρικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τριαντάρικο < τριαντάρ(ι) + -ικο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τριαντάρικο ουδέτερο
- (νόμισμα) συνώνυμο του τριαντάδραχμο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τριαντάρικο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τριαντάρικο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τριαντάρης