τρολές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τρολές | οι | τρολέδες |
γενική | του | τρολέ | των | τρολέδων |
αιτιατική | τον | τρολέ | τους | τρολέδες |
κλητική | τρολέ | τρολέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρολές αρσενικό
- το ένα από τα δύο μεταλλικά εξαρτήματα που βρίσκονται στη σκεπή του τρόλεϊ και το συνδέουν με την παροχή του ρεύματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρολές
|