τροπικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τροπικοποίηση | οι | τροπικοποιήσεις |
γενική | της | τροπικοποίησης* | των | τροπικοποιήσεων |
αιτιατική | την | τροπικοποίηση | τις | τροπικοποιήσεις |
κλητική | τροπικοποίηση | τροπικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τροπικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τροπικοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τροπικοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τροπικοποίηση
|