τροχιτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τροχιτζής αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που τροχίζει εργαλεία, μαχαίρια, ψαλίδια, κ.λ.π.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- παλαιότερα οι τροχιτζήδες ήταν πλανόδιοι επαγγελματίες κουβαλώντας στην πλάτη τους φορητό τροχείο που έμοιαζε με μονότροχο ποδήλατο με πετάλι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τροχιτζής
|