τροχιτζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τροχιτζής οι τροχιτζήδες
      γενική του τροχιτζή των τροχιτζήδων
    αιτιατική τον τροχιτζή τους τροχιτζήδες
     κλητική τροχιτζή τροχιτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τροχιτζής < τροχείο + -τζής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τροχιτζής αρσενικό

  • (επάγγελμα) αυτός που τροχίζει εργαλεία, μαχαίρια, ψαλίδια, κ.λ.π.

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • παλαιότερα οι τροχιτζήδες ήταν πλανόδιοι επαγγελματίες κουβαλώντας στην πλάτη τους φορητό τροχείο που έμοιαζε με μονότροχο ποδήλατο με πετάλι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]