τσίκλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσίκλα | οι | τσίκλες |
γενική | της | τσίκλας | των | τσικλών |
αιτιατική | την | τσίκλα | τις | τσίκλες |
κλητική | τσίκλα | τσίκλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσίκλα < μετατροπή από "χ" σε "κ" του τσίχλα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσίκλα θηλυκό
- άλλη μορφή του τσίχλα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσίκλα
→ δείτε τη λέξη τσίχλα |