τσαμπούνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσαμπούνισμα < τσαμπουνίζ(ω) + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσαμπούνισμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του τσαμπούνημα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τσαμπούνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσαμπούνισμα
|