τσεκουρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσεκουρώνω < τσεκούρι + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

τσεκουρώνω (παθητική φωνή: τσεκουρώνομαι)

  1. χτυπώ με τσεκούρι
  2. (μεταφορικά) τιμωρώ αυστηρά
  3. (μεταφορικά) περιορίζω αυστηρά έξοδα, αποδοχές, άδειες κ.λπ.
  4. (μεταφορικά) βαθμολογώ πολύ αυστηρά, απορρίπτω κάποιον εξεταζόμενο σε ένα μάθημα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]