τσιγαρούμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσιγαρούμπα | οι | τσιγαρούμπες |
γενική | της | τσιγαρούμπας | — | |
αιτιατική | την | τσιγαρούμπα | τις | τσιγαρούμπες |
κλητική | τσιγαρούμπα | τσιγαρούμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιγαρούμπα θηλυκό
- (αργκό) το απολαυστικό τσιγάρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσιγαρούμπα
|