τσουράπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσουράπα < τσουράπι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσουράπα θηλυκό
- (ιδιωματικό) χοντρό τσουβάλι που χρησιμοποιείται στα ελαιοτριβεία στη στύψη των ελαιοπυρήνων(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσουράπα
|