τύφωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τύφωση | οι | τυφώσεις |
γενική | της | τύφωσης* | των | τυφώσεων |
αιτιατική | την | τύφωση | τις | τυφώσεις |
κλητική | τύφωση | τυφώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τυφώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τύφωση < αρχαία ελληνική τύφωσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τύφωση θηλυκό
- (παρωχημένο) η εμπύρετη κατάσταση σε κάποιες μορφές σύφιλης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τύφωση
|