υβάτσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υβάτσι < θέμα υβατ- του ύο. (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὑδάτιον, υποκοριστικό του ὕδωρ, ὕδατ-ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈvat͡si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υβάτσι ουδέτερο

Παράγωγα

[επεξεργασία]

σελ.291.jpg, τόμ.3Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 3ος@academyofathens