υβάτσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσακωνικά (tsd)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υβάτσι < θέμα υβατ- του ύο. (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὑδάτιον, υποκοριστικό του ὕδωρ, ὕδατ-ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υβάτσι ουδέτερο
- υποκοριστικό του ύο:
- νεράκι
- (μετεωρολογία) μικρή βροχή, βροχούλα
Παράγωγα
[επεξεργασία]- υβατσούλι (κατά δεύτερο υποκορισμό)
Πηγές
[επεξεργασία]σελ.291.jpg, τόμ.3 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 3ος@academyofathens
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (τσακωνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (τσακωνικά)
- Τσακωνικά
- Ουσιαστικά (τσακωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (τσακωνικά)
- Μετεωρολογία (τσακωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)