υπαλλαγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπαλλαγή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπαλλαγή θηλυκό
- σχήμα λόγου κατά το οποίο ένα επίθετο συμφωνεί στην πτώση με κάποιο άλλο ουσιαστικό από αυτό που νοηματικά θα έπρεπε να προσδιορίζει
- Παραδείγματα υπαλλαγής: λευκό βουνάκι πρόβατα (δηλ. βουνάκι λευκά πρόβατα) - Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Διον. Σολωμού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπαλλαγή
|