υπαρχιπυροσβέστρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπαρχιπυροσβέστρια οι υπαρχιπυροσβέστριες
      γενική της υπαρχιπυροσβέστριας των υπαρχιπυροσβεστριών
    αιτιατική την υπαρχιπυροσβέστρια τις υπαρχιπυροσβέστριες
     κλητική υπαρχιπυροσβέστρια υπαρχιπυροσβέστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπαρχιπυροσβέστρια < υπαρχιπυροσβέσ(της) + κατάληξη θηλυκού -τρια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπαρχιπυροσβέστρια θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε υπαρχιπυροσβέστης