υπερέκθεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερέκθεση οι υπερεκθέσεις
      γενική της υπερέκθεσης* των υπερεκθέσεων
    αιτιατική την υπερέκθεση τις υπερεκθέσεις
     κλητική υπερέκθεση υπερεκθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερεκθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερέκθεση < υπερ- + έκθεση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπερέκθεση θηλυκό

  1. έκθεση σε κάτι (επίδραση από κάτι) σε μεγάλο βαθμό, περισσότερο απ' ότι χρειάζεται ή αρμόζει
  2. μεγάλη έκθεση (ζωγραφικής κ.λπ.)

Αντώνυμα[επεξεργασία]