υπερβαίνω τα εσκαμμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερβαίνω τα εσκαμμένα < υπερβαίνω τα εσκαμμένα ((μεταφραστικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπέρ τά ἐσκαμμένα ἅλλεσθαι)
Έκφραση[επεξεργασία]
υπερβαίνω τα εσκαμμένα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερβαίνω τα εσκαμμένα