υποβίβαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποβίβαση | οι | υποβιβάσεις |
γενική | της | υποβίβασης* | των | υποβιβάσεων |
αιτιατική | την | υποβίβαση | τις | υποβιβάσεις |
κλητική | υποβίβαση | υποβιβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποβιβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποβίβαση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποβίβαση
|