υποεκμετάλλευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποεκμετάλλευση | οι | υποεκμεταλλεύσεις |
γενική | της | υποεκμετάλλευσης* | των | υποεκμεταλλεύσεων |
αιτιατική | την | υποεκμετάλλευση | τις | υποεκμεταλλεύσεις |
κλητική | υποεκμετάλλευση | υποεκμεταλλεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποεκμεταλλεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποεκμετάλλευση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποεκμετάλλευση θηλυκό
- αποτέλεσμα του υποεκμεταλλεύομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποεκμετάλλευση
|