υποπλασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποπλασία < ὑπό + πλάση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποπλασία θηλυκό
- Κατάσταση κατά την οποία ένα μέρος του ανθρώπινου σώματος (συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών οργάνων) δεν είναι άρτια ολοκληρωμένο βάσει της κατά φύση ανάπτυξης.