φασουλοταβάς
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φασουλοταβάς αρσενικό
- (γαστρονομία) νηστίσιμο φαγητό με βάση φασόλια, τυπικό της κουζίνας των νοτίων Βαλκανίων (Μακεδονίας / Σερβίας / Βουλγαρίας) που μαγειρεύεται σε ταβά με συνήθη συστατικά φασόλια, κρεμμύδια, λάδι, κόκκινες ξερές πιπεριές, μαύρο και κόκκινο πιπέρι και αλάτι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φασουλοταβάς
|