Μετάβαση στο περιεχόμενο

φασουλοταβάς

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φασουλοταβάς οι φασουλοταβάδες
      γενική του φασουλοταβά των φασουλοταβάδων
    αιτιατική τον φασουλοταβά τους φασουλοταβάδες
     κλητική φασουλοταβά φασουλοταβάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φασουλοταβάς (тавче гравче)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φασουλοταβάς < φασούλι + ταβάς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φασουλοταβάς αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]