φατούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φατούρα οι φατούρες
      γενική της φατούρας
    αιτιατική τη φατούρα τις φατούρες
     κλητική φατούρα φατούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φατούρα < ιταλική fattura (τιμολόγιο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φατούρα θηλυκό

  • τρόπος ανάθεσης υπεργολαβίας, όπου ο υπεργολάβος πληρώνεται μόνο για την εργασία, ενώ τα υλικά παραγγέλνονται και πληρώνονται απευθείας από τον εργοδότη

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το αντίθετο (όταν δηλαδή ο υπεργολάβος αναλαμβάνει να παραγγείλει και να πληρώσει αυτός και τα υλικά) ονομάζεται "με τα υλικά" ή "εργολαβία" ή "(κατ’) αποκοπή"

Μεταφράσεις[επεξεργασία]